Εισαγωγικά

Η εισήγηση θα επιχειρήσει να θέσει στο μικροσκόπιο μια κινηματική δυναμική, αυτή των εργοστασιακών σωματείων στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, κάνοντας χρήση των εργαλείων της συγκρουσιακής πολιτικής. Πρόκειται για μια συζήτηση επίκαιρη, καθώς αποτελεί μια από τις διακριτές περιόδους της ιστορίας του ελληνικού εργατικού κινήματος και ως τέτοια έχει το χώρο της στη βιβλιογραφία και στην έρευνα και στις συζητήσεις για το εργατικό κίνημα σήμερα.
Επίσης διακριτός ήταν και ο πολιτικός, κοινωνικός, οικονομικός χώρος από τον οποίον δομήθηκαν και στον οποίο έδρασαν τα κινηματικά υποκείμενα των εργοστασιακών σωματείων. Μεταπολιτευτικά, οι ριζοσπαστικοποιημένες μάζες διεκδικούσαν ένα νέο συλλογικό φαντασιακό. Φορείς δε του ριζοσπαστικοποιημένου ρεύματος ήταν τα κόμματα, που λειτούργησαν ως αγωγοί της εισόδου των κοινωνικών μαζών στην πολιτική[1], σύντομα όμως φάνηκαν να αφήνουν κενό στην εκπροσώπηση της εργατικής τάξης.
Η κυβέρνηση της Ν.Δ. με το πρόγραμμα του ριζοσπαστικού φιλελευθερισμού, αντιμετώπισε με αυταρχισμό τις διεκδικητικές εργατικές κινητοποιήσεις με τομή τον αντεργατικό Ν.330/1976.
Η παραδοσιακή αριστερά βρέθηκε σε αμηχανία από τη μία αντιμετωπίζοντας τον απόηχο της διάσπασης του ΄68, και από την άλλη επιχειρώντας να ανασυγκροτηθεί με όρους συμμετοχής στην αστική δημοκρατία.
Το ΠΑ.ΣΟ. εισήλθε στην μεταπολιτευτική πολιτική σκηνή, επιδιώκοντας την αναδιατύπωση της αριστερής ταυτότητας, διατηρώντας ωστόσο, ασάφειες στην ιδεολογική του συγκρότηση, γεγονός που του επέτρεψε την πολυσυλλεκτικότητα που σύντομα το έφερε στην εξουσία. Η εργατική πολιτική του ΠΑ.ΣΟ.Κ. ως κόμματος εξουσίας, ναι μεν δεν μπορεί να απορριφθεί συλλήβδην, καθώς αποτέλεσε σαφέστατα μια πιο δημοκρατική προσπάθεια να θεσπιστούν οι συνδικαλιστικές ελευθερίες, αλλά ταυτόχρονα λογίζεται και ως διάψευση για την εκπροσώπηση των κοινωνικών ομάδων και την ενσωμάτωσή των διεκδικήσεων σε επίπεδο κρατικής πολιτικής.
Όσον αφορά την επίσημη συνδικαλιστική εκπροσώπηση των μισθωτών, τα    κακώς κείμενα που ακολουθούν την ΓΣΕΕ από τη γέννησή της ακόμα, δεν θεραπεύονται μεταπολιτευτικά. Ενώ μετά τη χούντα φαίνεται να αποκτά την αυτονομία από τον έλεγχο κέντρων του εξωτερικού[2], εντούτοις, έφερε μνήμες και πρακτικές από το παρελθόν με κύρια χαρακτηριστικά τον κατακερματισμό, την οικονομική εξάρτηση μέσω της κρατικής χρηματοδότησης των συνδικάτων, αλλά και εμπλοκή κράτους και κομμάτων[3]. Ο Ν 1264/82 ναι μεν έδωσε λύση σε κάποια πάγια αιτήματα (π.χ. διπλοψηφία), ωστόσο, η πολιτική επιλογή της εφαρμογής του νόμου εντάσσεται σε μία άλλη μεγάλη θεματική.

Βιομηχανικό προλεταριάτο
           
Λογίζεται ότι οι συνδηλώσεις της μεταπολίτευσης, η ανεπάρκεια των μαζικών πλέον κομμάτων να εκπροσωπήσουν τη ριζοσπαστικοποίηση της περιόδου, η καθυπόταξη της Γ.Σ.Ε.Ε. στην κυβερνητική πολιτική, γέννησαν μια αντίδραση «από τα κάτω» και δη στο χώρο της βιομηχανίας, ο οποίος εξελίχτηκε σε χώρο κοινών συμφερόντων και εκδήλωσης μιας από τις πιο ενδιαφέρουσες όψεις του εργατικού κινήματος.
 Το κινηματικό υποκείμενο που συναντάει κανείς στα εργοστασιακά σωματεία, έχει προκύψει από τη συγκρότηση του βιομηχανικού προλεταριάτου που εκκινεί από τα μέσα της δεκαετίας του ΄50, αναπτύσσεται στη δεκαετία του ΄60 και ωριμάζει στην πρώτη μεταπολιτευτική δεκαετία[4]. Η αστικοποίηση και η  αυξανόμενη ένταση στην αγορά της μισθωτής εργασίας, αποτέλεσαν συνθήκες προλεταριοποίησης, ειδικά στο χώρο της βαριάς βιομηχανίας που λειτουργεί με φορντικά μοντέλα παραγωγής, μαρτυρίες της μεταβολής της ελληνικής καπιταλιστικής οικονομίας. Ταυτόχρονα, η βιομηχανία έπρεπε να αναπροσαρμοστεί στους κανόνες του ανταγωνισμού και του ελεύθερου εμπορίου ως αποτέλεσμα της ένταξης της Ελλάδας στην ΕΟΚ. Οι περιορισμοί που τίθεντο στην ελληνική οικονομία, ήδη από τη Συμφωνία Σύνδεσης (πχ, με την άρση των δασμών κ.ο.κ.) επέφεραν ζημία στην ελληνική βιομηχανία με κλείσιμο βιομηχανιών και αθρόες απολύσεις.
Σε κάθε περίπτωση, η εντεινόμενη συσσώρευση του κεφαλαίου, σήμαινε για το βιομηχανικό προλεταριάτο την εκμετάλλευσή του με συμπίεση μισθών και δικαιωμάτων. Η ελληνική βιομηχανία κατέστησε την αυτή συνθήκη ως συγκριτικό της πλεονέκτημα, και δεν επένδυσε στην αναβάθμιση του ρόλου των εργαζομένων και στις παραγωγικές συνθήκες, ενώ μετά το 1980 στράφηκε στο κράτος για τη διαχείρισή της. Ο χώρος της βιομηχανίας παρέμεινε λύση επιβίωσης ακόμα και στην ακμή της.  Στις μεγάλες βιομηχανικές μονάδες, εξάλλου, συναντάμε κυρίως μονάδες συναρμολόγησης και όχι μηχανολογικής ειδίκευσης, στις οποίες εργάζονται εργάτες της αλυσίδας παραγωγής και όχι μηχανολογικά εξειδικευμένοι[5]. Η βιωσιμότητα επιχειρήθηκε να διασφαλιστεί  μέσω  της  υπερκεμετάλλευσης  της εργατικής δύναμης που αφορούσε σε ένταση και συνθήκες εργασίας, αλλά και μέσω της καταστολής.  
Οι συνθήκες εργασίας στον δευτερογενή τομέα ήταν άθλιες. Ο χώρος της βιομηχανίας και της οικοδομής κυριαρχούν στα ατυχήματα και ειδικά στην τετραετία 1977-1981 (πολύνεκρο δυστύχημα στη ΛΑΡΚΟ τον 11/79 ή οι φριχτοί θάνατοι στην ΕΤΜΑ τον Σεπτέμβριο 1981). Τις περισσότερες φορές οι θάνατοι οφείλονταν στην εντατικοποίηση της εργασίας, στη φθορά των μηχανημάτων αλλά και στην έλλειψη μέτρων ασφαλείας, ενώ ήταν σχεδόν ανύπαρκτη η νομοθετική πρόβλεψη για τις οικογένειες των θυμάτων.
Πέραν όμως των ατυχημάτων, οι καθημερινές συνθήκες εργασίας ήταν άθλιες : πολλά κλωστοϋφαντουργία λειτουργούσαν  χωρίς εξαερισμό χ 55 λιποθυμίες σε διάστημα 3 ημερών στην ΠΕΤΑΛΟΥΔΑ τον Ιούλιο 1981). Η ανήλικη εργασία (για τους μαθητευόμενους του ΟΑΕΔ και μη) ήταν σκληρή και με εξευτελιστικά μεροκάματα χ στα πλεκτά ΡΑΞΤΑ, Περιστέρι). Η ζέστη και ο θόρυβος στα καπνεργοστάσια αλλά και οι αναθυμιάσεις από τη νικοτίνη ήταν στοιχεία αφόρητα χ σε Σαντέ και 22). Οι εργαζόμενοι αποκαλούσαν την Μαδέμ Λάκκο στη Λάρυμνα «μαύρη κοιλάδα», και είναι ενδεικτικό ότι υπάρχουν πολλές περιπτώσεις που πήραν σύνταξη 23-24 ετών λόγω πνευμονοκονίασης για να καταλήξουν σε ηλικία 40 ετών.
Η δε καταστολή πραγματοποιήθηκε σε δύο επίπεδα: στο θεσμικό όπως για παράδειγμα η χρήση του Ν.330/1976[6], ή το Ειδικό Συμβούλιο Νομιμοφροσύνης του Υπουργείου Βιομηχανίας (με βάση το Ν.Δ. 64/71). Η καταστολή επιχειρήθηκε, ωστόσο, και εξωθεσμικά στο χώρο εργασίας με τα κλειστά κυκλώματα τηλεόρασης ή με την παρουσία πρώην ένοπλων αστυνομικών που επέβαλλαν την πειθαρχία χ ΣΟΦΤΕΞ), ή με τα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων που ζητούσε η εργοδοσία (π.χ. ΜΕΤΑΞΑ). Μέχρι το 1982 η καταστολή είχε αυταρχικά χαρακτηριστικά, ενώ με τις συνδικαλιστικές ελευθερίες του Ν.1264/82, θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι ο εκδημοκρατισμός που  εννοήθηκε ως θεσμοθέτηση, αποτέλεσε μια δημοκρατική «καταστολή» στις κοινωνικές διεκδικήσεις.

Η συγκρουσιακή πολιτική των εργοστασιακών σωματείων


Ο Τ. Γιαννίτσης υποστηρίζει ότι η κρίση που περνάει η οικονομία της χώρας μας από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 είναι κρίση της βιομηχανίας, καθώς αυτή αποτελεί «(τον) χώρο(ς) των πιο έντονων συγκρούσεων μεταξύ των δομών και των δυνάμεων, που διαμορφώθηκαν στη μεταπολεμική τριακονταετία και των νέων κοινωνικών απαιτήσεων και στόχων»[7].
Πρωταγωνιστής της σύγκρουσης ήταν το βιομηχανικό προλεταριάτο, του οποίου τα κινηματικά αντανακλαστικά δεν λογίζονται ως απότοκο της πτώσης της χούντας. Η ζύμωσή της μεταπολιτευτικής κινηματικότητας των πρώτων ετών, εδράζεται ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’50 και κυρίως στη δεκαετία του ‘60[8]. Ούτε η επταετία μπορεί να χαρακτηριστεί ως παρένθεση αναφορικά με τη συνδικαλιστική δράση[9] και τους εργατικούς αγώνες, ούτε και τους αγώνες γενικότερα με κορυφαίο συμβάν το Πολυτεχνείο.
Ως συνέχεια αυτής της ιστορικής καταβολής, μελετούμε τη συλλογική δράση του φαινομένου των εργοστασιακών σωματείων, τα οποία ορίζονται ως εξής: διεκδικήσεις των εργαζομένων του δευτερογενούς τομέα (βιομηχανίες, κλωστοϋφαντουργίες κ.λπ.), οι οποίες αρθρώθηκαν από εργάτες και εργαζομένους σε επίπεδο κάθε επιχείρησης (και για αυτό και ο όρος απαντάται και ως επιχειρησιακά σωματεία), που είτε είχαν συγκροτήσει σωματείο, είτε επιτροπή και που στις περισσότερες περιπτώσεις λειτούργησαν αυτόνομα πέραν των επίσημων συνδικαλιστικών παρατάξεων, ή και παράλληλα με τον κλαδικό συνδικαλισμό.
Η καινοτομία που συναντάμε αυτήν την περίοδο δεν αφορά στην οργάνωση. ένα πρόσφατο της περιόδου παράδειγμα είναι το σωματείο στη Μαδέμ- Λάκκο που είχε συσταθεί το 1956[10]. Η καινοτομία συνίσταται στην εξάπλωση, και δράση, καθώς και στην ένταση της κινηματικότητας που σημειώνεται χρονικά τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης. Σε αυτή ακριβώς την ανάλυση, συμβάλει η θεωρία της συγκρουσιακής πολιτικής[11]. Και αυτό γιατί ειδικά η συγκρουσιακή πολιτική και τα θεωρητικά της εργαλεία, μας επιτρέπουν να μελετάμε την «άσκηση πολιτικής στο περιθώριο ή στο εξωτερικό του θεσμικού πολιτικού συστήματος»[12] αλλά και σε αντιστοιχία με αυτό.

 

Απόδοση πολιτικών ευκαιριών και απειλών


Ως πολιτικές ευκαιρίες νοούνται οι διαστάσεις του πολιτικοθεσμικού πλαισίου που είτε διευκολύνουν είτε παρεμποδίζουν την εκδήλωση συλλογικής δράσης[13]. Συνακόλουθα, κρίνεται ότι η μεταπολίτευση με τις συνδηλώσεις της εκφέρεται ως μια πολιτικοθεσμική διάσταση που συνέβαλλε στη διεκδικητική δράση. Είχε το «χαρακτήρα του έκτακτου γεγονότος δυνατού να παράξει ιστορία»[14].
Βέβαια, η μεταβολή της πολιτικής συνθήκης συνέβαλλε αλλά δεν δημιούργησε, ούτε και αποτέλεσε την μόνη αιτίαση της κινηματικότητας και της ανάδυσης του εργοστασιακού συνδικαλισμού. Εξάλλου, υπήρξε εργοστασιακό σωματείο που συγκροτήθηκε και πραγματοποίησε απεργία  κατά  την επταετία,  και  συγκεκριμένα το 1973 το εργοστασιακό σωματείο εργατοτεχνιτών και υπαλλήλων της Μαδέμ – Λάκκο (ιδιοκτησίας  Μποδοσάκη)  στη  Χαλκιδική[15].     Επομένως, η μετάβαση ναι μεν διεύρυνε τη διεκδικητική τάση, αλλά και σε παραλληλία με τα όσα αναφέρθηκαν σχετικά με τις εργασιακές συνθήκες και τη βιομηχανία, κρίνεται ότι το βιομηχανικό προλεταριάτο υπολόγισε ότι το «κόστος αδράνειας» θα ήταν μεγαλύτερο από το κόστος της ανάληψης δράσης[16] και αγώνα.
Για αυτό και η πρώτη απεργία ξεσπά γρήγορα. Η απεργία στο εργοστάσιο National Can (4/10/1974) είναι αυθόρμητη και ξεσπά παρά την έκκληση της αριστεράς για αυτοσυγκράτηση λόγω της πολιτικής ρευστότητας – δεν είχαν καν γίνει οι εκλογές και υπήρχε και το πολεμικό κλίμα με την Τουρκία- και παρά τη στάση της κυβέρνησης εθνικής ενότητας που είχε δείξει τη στάση της στα αιτήματα των πιλότων της Ολυμπιακής Αεροπορίας με την κήρυξη λοκ-άουτ (26/9). Από την απεργία της Νational Can και εντεύθεν πυροδοτείται μια σειρά κινητοποιήσεων που εμφανίζουν διακυμάνσεις σε ένταση και σε αποτελεσματικότητα. Τα εργοστασιακά σωματεία καθίστανται πρωταγωνιστές ενός συγκρουσιακού κύκλου, όπως αυτός ορίζεται ως χρονική περίοδος επίτασης της συγκρουσιακότητας σε ολόκληρο το κοινωνικό σύστημα[17], αλλά και που εμφανίζει στοιχεία ύφεσης και κάμψης.

 Αναλυτικά:

        Φάση εκδήλωσης και ανάπτυξης: 1974 –1977. Σε αυτή τη φάση παρατηρεί κανείς τους πρώτους αγώνες και τη δημιουργία σωματείων ή επιτροπών που αποφασίζουν τις πρώτες κινητοποιήσεις (ITT, Μαδέμ –Λάκο). Η περίοδος ακμής εντοπίζεται τον Απρίλιο/1975 έως τον Μάη/1976. Πρόκειται για μια πραγματικά πυκνή περίοδο αγώνων και δυναμικών κινητοποιήσεων (ΒΙΑΜΑΞ, ΠΙΤΣΟΣ, ΙΖΟΛΑ, ΦΟΥΛΓΚΛΟΡ, ΜΕΛ, ΤΡΙΚΟΠΙ, κλπ.). Σημειώνεται ότι ο Μάης/1976 είναι σταθμός τόσο για τα γεγονότα της αιματηρής απεργίας της 25/5 όσο και για την ψήφιση του Ν.330 στις 29/5. Ενώ η τρομοκρατία, οι απειλές και οι απολύσεις, δεν έλειπαν πριν τον Ν.330, εντούτοις αυτός επέφερε δομική διαφοροποίηση στο κίνημα. Με την αστυνομική και δικαστική κάλυψη οι απολύσεις ήρθαν στο προσκήνιο οι οποίες δε σημειώνεται ήταν χωρίς αποζημίωση. Η απειλή ότι η απεργία θα κριθεί παράνομη λογίζεται ως ανατροπή στη ζυγαριά του κόστους δράσης / κόστους αδράνειας, που δεν επέρχεται μεν αυτόματα, αλλά πλέον επηρεάζει τις κινητοποιήσεις. Αν και η δυναμικότητα δεν λείπει, εντούτοις, το πογκρόμ απολύσεων, λειτουργεί ως σύστημα εκκαθάρισης των δυναμικών συνδικαλιστικών στοιχείων από το χώρο του εργοστασίου. Έτσι, μέχρι τον Απρίλιο του 1977, και ενώ το κίνημα των εργοστασιακών σωματείων δέχεται σοβαρά πλήγματα από απολύσεις και αγώνες που λήγουν χωρίς νίκη, εντούτοις κορυφαίο συμβάν, το οποίο αναδεικνύει την αποδυνάμωση, είναι η λήξη των αγώνων στη Μαδέμ Λάκκο, τον Μάρτιο του 1977, με την εργοδοσία να παραμένει αφενός αδιάλλακτη, παρά τον δυναμικό αγώνα, και αφετέρου εκδικητική, αφού μετά τη λήξη επιδόθηκε σε δυσμενείς μεταθέσεις, απολύσεις, διακρίσεις στη μισθοδοσία κ.λπ.
Από τα παραπάνω τεκμαίρεται ότι τα εργοστασιακά σωματεία διέρχονται σε φάση ύφεσης και ειδικά από τον Μάρτιο 1977 1979. Οι απολύσεις αλλά και τα ατυχήματα πλέον λόγω της εντατικοποίησης της εργασίας είναι σε καθημερινή διάταξη. Η εξάντληση των κινηματικών υποκειμένων και μάλιστα χωρίς νικηφόρα αποτελέσματα, αλλά και η σκληρή καταστολή είναι παράγοντες που συντελούν στη συγκρουσιακή ύφεση. Δεν είναι υπερβολή να ισχυριστεί κανείς ότι το βιομηχανικό προλεταριάτο βρίσκεται υπό διωγμόν, αν προσθέσει στα παραπάνω τη μαύρη λίστα του ΣΕΒ που ουσιαστικά καθιστούσε αδύνατη την απασχόληση των απολυμένων σε άλλο εργοστάσιο[18] Επίσης ενδεικτικό της δεινής διαπραγματευτικής θέσης των εργαζομένων είναι το γεγονός ότι από το 1977 οι απεργοί των βιομηχανικών μονάδων δεν μιλούν με τους εργοδότες αλλά παραπέμπονται στον Σύνδεσμο Ελλήνων Βιομηχάνων, ενώ η Εθνική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας τα έτη 1978-1979 οδηγήθηκε στη διαιτησία.
        Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι το εργοστασιακό κίνημα σημειώνει μια αχνή ανάκαμψη στο διάστημα 1980-1983. Το 1980 σημειώθηκε μια αναζωπύρωση στο ρυθμό των διεκδικήσεων και ειδικά στον χώρο της κλωστοϋφαντουργίας. Μετά την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία και τον  Ν. 1264, υπήρξε μια αναθέρμανση αλλά κυρίως αφορούσε σε θεσμικό επίπεδο, δηλαδή   στην   ίδρυση   εργοστασιακών   σωματείων,   κυρίως   στο   χώρο των προβληματικών επιχειρήσεων. Ναι μεν σημειώθηκαν σημαντικές απεργίες, ωστόσο πλέον πρωταγωνιστής δεν είναι ο χώρος του εργοστασίου με εξαίρεση ίσως τη μεγάλη απεργία στην Κόκα Κόλα Θεσσαλονίκης (49 ημέρες). Οι κινηματικότητα είναι σαφές ότι μεταφέρεται στο χώρο της κοινής ωφέλειας και στις τράπεζες. Εξάλλου, παρατηρείται ότι οι κλάδοι που βρίσκονται στις παρυφές του κράτους όπως οι τραπεζοϋπάλληλοι, οι καθηγητές και οι υπάλληλοι του ΟΤΕ έχουν δυνατότητα διοργάνωσης απεργιακής δραστηριότητας στο κλάδο τους, εντείνοντας τους αγώνες στους μισθωτούς[19].
        Μια ακόμα υπόθεση εργασίας είναι ότι ο συγκρουσιακός κύκλος του φαινομένου των εργοστασιακών σωματείων, ως μια μελέτη εμφάνισης, ακμής και ύφεσης, κλείνει την περίοδο 1983-1985. Η ίδρυση του Οργανισμού για την Ανασυγκρότηση των Επιχειρήσεων και ο ρόλος των προβληματικών επιχειρήσεων, ενδεχομένως να αποτελεί το κλείσιμο του συγκρουσιακού κύκλου των εργοστασιακών σωματείων, χωρίς αυτό να σημαίνει την εξαφάνισή τους. Ενδεικτική είναι η κατάληψη πέντε μικρών εργοστασιακών μονάδων Βορείου Ελλάδος (ΕΒΚΟ, ΦΛΟΚΑΝΤΑΜ, ΝΑΜΚΟ, ΕΛΥΑΦ, ΡΑΙΝΕΡ), που εντάσσεται στη συζήτηση για τις προβληματικές εταιρείες.
Σημειώνεται επίσης, ότι ο ΟΑΕ ήταν αίτημα δυναμικών κινητοποιήσεων, καθώς οι εργαζόμενοι βρίσκονταν αντιμέτωποι με τα λουκέτα, απλήρωτοι χωρίς πλάνο για την αποζημίωσή τους και μάλιστα αφού είχαν ήδη αναλωθεί κινηματικά για ζητήματα κακοδιαχείρισης. Σε μια συνοπτική παρουσίαση του φαινομένου, αναφέρεται ότι το κράτος μέσω της Ελληνικής Τράπεζας Βιομηχανικής Ανάπτυξης (ΕΤΒΑ) συμμετείχε ή και ήλεγχε βιομηχανικές επιχειρήσεις αλλά όχι στο μέγεθος που συναντάμε μετά το 1980, όταν το κράτος ελέγχει πλέον μεγάλες βιομηχανικές μονάδες όπως τα Διυλιστήρια Ασπροπύργου, η ΕΑΒ  κλπ. Μετά το 1980 το μεγαλύτερο εξορυκτικό συγκρότημα ιδιοκτησίας Μποδοσάκη δηλαδή τα μεταλλεία  Χαλκιδικής, Λάρυμνας, τα  Λιπάσματα  στη Δραπετσώνα,  η ΠΥΡΚΑΛ και η ΛΑΡΚΟ πέρασαν στον έλεγχο του κράτους, όπως και τα ναυπηγεία Σκαραμαγκά ιδιοκτησίας Νιάρχου. Ο δε Σκαλιστήρης επίσης άφησε στο κράτος τη διαχείριση, όπως και το συγκρότημα Λαδόπουλου. Ακολούθησε η κατάρρευση της ΕΣΣΟ ΠΑΠΠΑΣ και άλλων. Σημειώνεται πάντως, ότι ο ΟΑΕ, εφαρμόστηκε ενώ δεν υπήρχε σαφές σχέδιο για την ελληνική βιομηχανία ούτε και για τη λειτουργία του.

Συγκρότηση και Οργάνωση


Ας πάρουμε για παράδειγμα την πρώτη απεργία στη National Can. Η έρευνα δείχνει ότι ξεσπά αυθόρμητα με το σύνθημα «Φτάνει Πια». Οι εργαζόμενοι αποφασίζουν να συζητήσουν τα προβλήματά τους. Ομάδες που έχουν ζυμωθεί στις κινηματικότητες των προηγούμενων ετών συστήνουν μια επιτροπή πρωτοβουλίας για να πραγματοποιηθεί γενική συνέλευση για να συζητηθούν τα προβλήματά τους. Η εργοδοσία πληροφορείται για τις κινήσεις των εργατών και απολύει τον πρωτεργάτη Δημουλέα. Οι εργάτες με την πληροφόρηση της απόλυσης απλώς δεν μπαίνουν να εργαστούν. Η κίνηση που ήταν αρχικά αυθόρμητη, στη συνέχεια συγκροτήθηκε σε απεργία.
Το αυθόρμητο που συναντάμε στην περίπτωση της National Can σύντομα διαμορφώθηκε σε ένα λιγότερο αυθόρμητο μοτίβο που συναντάμε σε πολλά εργοστασιακά σωματεία. Συγκροτείται μια ομάδα πρωτοβουλίας που συγκαλεί γενική συνέλευση, στην οποία αποφασίζεται τόσο η κινητοποίηση αν αυτό είναι το ζητούμενο- όσο και η οργάνωσή τους σε ένα συλλογικό όργανο. Για παράδειγμα στην ΠΙΤΣΟΣ το σωματείο συγκροτήθηκε μετά την απεργία του 1975. Τα εργοστασιακά σωματεία κατά κύριο λόγο συγκροτούνται από επιτροπές αγώνα και σωματεία σε επίπεδο επιχείρησης και όχι κλάδου, δηλαδή συμμετέχουν και οι εργάτες αλλά και οι υπάλληλοι ενός εργοστασίου, ήτοι σημαίνει ότι είναι πιο μαζικά αλλά και πιο ευέλικτα, και η οργάνωσή τους τέμνει κάθετα την επιχείρηση. Επίσης, το γεγονός ότι αποτελούν μια μικρή ομάδα[20] που λειτουργεί εκτός θεσμικών περιορισμών, επιτρέπει την έγκαιρη κινητοποίηση χωρίς την ανάλωση δυνάμεων και πόρων που απαιτεί μια κλαδική κινητοποίηση. Σε αυτό το πλαίσιο, παράδειγμα συνδικαλιστικής δημοκρατίας είναι η περίπτωση της ΜΕΛ (Σεπτέμβριος 1975).
Εξάλλου, όπως έχει ήδη επισημανθεί, στην ελληνική βιομηχανία δεν κυριαρχούσε η μηχανολογική ειδίκευση, που ερμηνεύεται ως ένα στοιχείο που έδωσε μαζικό και εξισωτικό χαρακτήρα στους αγώνες του εργοστασιακού συνδικαλισμού, καθώς εφόσον κυριαρχούσε ο εργάτης αλυσίδα και δεν εμφάνιζε διαφορές όπως πχ. στον ιταλικό εργατισμό, όλα αυτά συντέλεσαν στην ανάπτυξη μιας ταξικής συνείδησης, ενός κοινού αγώνα. Ο εξισωτικός χαρακτήρας στην εργατική ιεραρχία αποδίδεται ως έλλειψη βιομηχανικής πειθαρχίας.
Σε όλα τα παραπάνω, εντοπίζεται η διαφοροποίηση με τη θεσμική εργατική εκπροσώπηση: το κίνημα των εργοστασιακών σωματείων είναι ταξικό και ενωτικό και αλληλέγγυο σε αντίθεση με το συντεχνιακό, γραφειοκρατικό χαρακτήρα του επίσημου συνδικαλισμού. Σε πολλές περιπτώσεις η εγγραφή στο σωματείο είναι μαζική, όσο και η συμμετοχή στις απεργίες, που ειδικά μέχρι το 1977 μπορεί να ήταν και καθολική. Σε άλλες περιπτώσεις το σωματείο που ήταν κλαδικό λειτουργούσε παράλληλα με επιτροπή αγώνα που δρούσε σε επίπεδο επιχείρησης. Αν και  παρατηρήθηκε κατακερματισμός και πάλι σε επίπεδο συνδικαλιστικής έκφρασης, καθώς η συγκρότηση ήταν σε επίπεδο επιχείρησης, εντούτοις, το κίνημα εμφάνισε ομοιογένειες όχι μόνο οργανωτικές, αλλά και αλληλεγγύης. Ήταν συχνές οι απεργίες ή στάσεις αλληλεγγύης στις κινητοποιήσεις μεταξύ των κλάδων και όχι μόνο. Ενδεικτικότατο παράδειγμα ήταν ο κλάδος των ηλεκτρικών συσκευών. Σε αυτή την ηθική ομοιογενοποίηση απάντησε ο Ν.330.
Η ιδεολογική ομοιογενοποίηση  είναι ένα άλλο ζήτημα, που λογίζεται ως κύριο για τη μη οργανωτική συγκρότηση των εργοστασιακών σωματείων σε μια ενοποιημένη μορφή, καθώς αν και τα εργοστασιακά σωματεία ήταν ενοποιημένα σε αγώνες και συνείδηση, εντούτοις δεν κατόρθωσαν να ενωθούν σε μία συλλογικότητα που θα αποτελούσε γνήσιο αντίβαρο στη παραδεδομένη θεσμική εκπροσώπηση. Στην περίπτωση της ιδεολογίας, κοινός τόπος είναι η ταξική συνείδηση. Ωστόσο, από κει και πέρα, εκκινούν διαφοροποιήσεις που διασπούν τις ομάδες ακόμα και μέσα στον  ίδιο χώρο επιχείρησης. Πέραν των δύο ομάδων της κοινοβουλευτικής αριστεράς, σε επίπεδο κοινωνίας και εργατικής τάξης, υπήρχε ιδεολογικός κατακερματισμός αριστερών ιδεολογιών. Πολλές ομάδες άνηκαν στους μαοϊκούς και πρέσβευαν την ιδέα της μάζας ως επαναστατικό στοιχείο, και στον αντίποδα βρίσκονταν τροτσκιστές οπαδοί της διαρκούς επανάστασης. Η ενοποίηση των ομάδων σε επίπεδο διεκδίκησης ναι μεν ήταν συγκροτημένη όσον αφορά τον αντίπαλο (βιομήχανος, κρατική πολιτική, κρατικός συνδικαλισμός, κ.ο.κ.), αλλά σε επίπεδο επιλογής τακτικής υπήρχε διάσπαση.
Ίσως, η ρήση του Hobsbawm «Χωρίς οργάνωση οι συλλογικές δράσεις, όσο μαχητικές και αν είναι, παραμένουν “πρωτόγονες”»[21], να συνοψίζει και να ερμηνεύει την παραπάνω συνθήκη.

Ο ρόλος των συνδικαλιστικών παρατάξεων

Στο σημείο αυτό έχει ενδιαφέρον να επισημανθεί, η στάση των κομμάτων της παραδοσιακής αριστεράς και του ΠΑΣΟΚ. Το ΚΚΕ Εσ. και η συνδικαλιστική παράταξη που πρόσκεινται σε αυτό το ΑΕΜ δεν διαφώνησαν με αυτή την οργανωτική μορφή του εργοστασιακού σωματείου. Ωστόσο, ο ασθενικός χαρακτήρας[22] της συνδικαλιστικής παράταξης αλλά και του κόμματος, δεν επέτρεπαν μια ουσιαστική συμπαράσταση που θα είχε ουσιαστική επίδραση στο εργοστασιακό σωματείο.
Τη μεγαλύτερη κριτική και τους περισσότερους αφορισμούς έχει δεχτεί για τη στάση και δράση του απέναντι στην οργανωτική αυτή μορφή το Κ.Κ.Ε. και η ΕΣΑΚ-Σ. Το Κ.Κ.Ε. κινήθηκε στο πνεύμα, όπως αυτό ορίστηκε από τη δεύτερη Ολομέλεια τον Ιανουάριο του 1975 «ένα σωματείο, μια Ομοσπονδία, μια Συνομοσπονδία, ένα Εργατικό Κέντρο σε κάθε πόλη»[23]. Σε αυτή τη γραμμή η ΕΣΑΚ το 1977 ήταν σαφώς αρνητική στα εργοστασιακά σωματεία καθώς: «Τα εργοστασιακά σωματεία δεν μπορούν να περιλάβουν τους μισθωτούς των μικρών παραγωγικών μονάδων...διατρέχουν σοβαρό κίνδυνο να μετατραπούν εύκολα, μέσα στις σημερινές συνθήκες, σε σωματεία των εργοδοτών, γιατί είναι κατά κάποιο τρόπο αποκομμένα από την υπόλοιπη εργατική τάξη... αντικειμενικά θα περιόριζαν τη δράση τους κύρια ενάντια στο δικό τους εργοδότη καπιταλιστή και όχι ενάντια στους καπιταλιστές στο σύνολο τους, στη πολιτική τους εκπροσώπηση[24]». Οι κατηγορίες για τη στάση του Κ.Κ.Ε. και της ΕΣΑΚ –Σ σαφέστατα έχουν ερείσματα σε περιπτώσεις διασπαστικής δράσης του επίσημου σωματείου ελεγχόμενου από την ΕΣΑΚ ενάντια στην εργοστασιακή επιτροπή ή σωματείο. Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση εντοπίζεται στην πρωτοβουλία εργατών το 1976, κυρίως από το ΡΑΔΙΟ ΑΘΗΝΑΙ, να στηθεί στον κλάδο των ηλεκτρικών συσκευών και τηλεπικοινωνιακών υλικών, κλαδικό σωματείο συσπειρώνοντας τα δυναμικά εργοστασιακά σωματεία της ΠΙΤΣΟΣ, AEG, ΕΣΚΙΜΟ, ΦΙΛΙΠΣ, ΙΖΟΛΑ, ΙΤΤ, ΤΕΛΕΦΟΥΝΚΕΝ και άλλα. Ο τρόπος με τον  οποίο  στήθηκε  το  σωματείο  αποτελεί  καταγγελία  για  την  ΕΣΑΚ-Σ,  γιατί υποστηρίχτηκε ότι οι περισσότεροι που έλαβαν μέρος στην καταστατική συνέλευση ήταν φοιτητές που εργάστηκαν στα εργοστάσια μόλις για μερικές ημέρες και άνηκαν στην ΚΝΕ και συμμετείχαν προκειμένου να ελέγξει η ΕΣΑΚ-Σ το σωματείο. Χαρακτηριστική, επίσης, είναι η πίεση που άσκησε στο σωματείο της ΠΙΤΣΟΣ να διαλυθεί και να ενταχθεί στο κλαδικό[25], και οι παρόμοιες ενέργειες στην ΕΣΚΙΜΟ. Η όποια δικαιολογημένη κριτική μπορεί να ασκείται στην ΕΣΑΚ-Σ, έχει και έναν αντίλογο, καθώς οι φόβοι της παράταξης για επιβολή της εργοδοσίας και του ελέγχου των σωματείων από την εργοδοσία δεν ήταν αποκύημα του λόγου του Κ.Κ.Ε. Υπάρχουν περιπτώσεις που η διάσπαση έγινε μέσω κίτρινων σωματείων ή χρηματισμού της εργοδοσίας (όπως στην ΕΒΓΑ το 1975, βλ. στο χρονικό). Ήδη από το 1977, όμως, αρχίζει να διαφαίνεται μια μεταστροφή η οποία σφραγίστηκε στο 10ο Συνέδριο του Κόμματος το 1978, στο οποίο αναγνωρίζεται η αναγκαιότητα να δημιουργηθούν μορφές εργοστασιακής οργάνωσης, οι οποίες, ωστόσο, θα είχαν ομοσπονδιακό χαρακτήρα[26]. Σε αυτό το πνεύμα συστήνονται χωρίς δυναμική διάρκεια στις 7/9/1979 οι Συνεργαζόμενες Αγωνιστικές Δημοκρατικές   Εργατοϋπαλληλικές   Οργανώσεις   (Σ.Α.Δ.Ε. που   θεωρούν   ότι αποτελούν τον «ώριμο καρπό της πείρας των εργαζομένων, που αποκρυσταλλώθηκε μέσα από τη ζύμωση των διαφορετικών απόψεων και προτάσεων στα τελευταία χρόνια»[27].
Το ΠΑΣΟΚ από την άλλη, διακήρυττε «ναι στο εργοστασιακό (εργασιακό) σωματείο»[28] ήδη από το 1977. Είναι ενδεικτικό ότι στη φάση ύφεσης του κινήματος, ιδρύει την Ομοσπονδία Βιομηχανικών Εμποροϋπαλληλικών Σωματείων (ΟΒΕΣ). Με την ΟΒΕΣ το ΠΑΣΟΚ  εκτός του ότι προσπάθησε να δημιουργήσει έναν αντι-ΓΣΕΕ συνδικαλιστικό πόλο, προσπάθησε επίσης να ενσωματώσει κατά την άποψη της γράφουσας, τα εργοστασιακά σωματεία έστω εν υφέσει. Εξάλλου όπως αναφέρουν οι ίδιοι η ίδρυση της ΟΒΕΣ «αποτέλεσε την κατάληξη μιας πορείας του εργοστασιακού κινήματος μετά το 1974. Μια πορεία που έδειξε το πόσο αναγκαία ήταν η δευτεροβάθμια συνένωση όλων των εργοστασιακών σωματείων. Το γεγονός αυτό συνειδητοποίησαν οι πρωτοπόρες εργοστασιακές δυνάμεις, αφού το εργοστασιακό κίνημα χτυπημένο από τη Ν.Δ. και το Σ.Ε. και απομονωμένο από τα άλλα  κινήματα  κινδύνευε  να  αφανιστεί.»[29].    Μέσα  από  την  ΟΒΕΣ,  σε  επίπεδο βάσης, και μέσω του ΟΑΕ, αλλά και των εποπτικών συμβουλίων187 σε επίπεδο πολιτικής, με επιχείρημα τη συμμετοχή των εργαζομένων, ουσιαστικά πιο καίριο πλήγμα στη δυναμική των εργοστασιακών σωματείων. Σχηματίζεται η πεποίθηση ότι, η πολιτική του ΠΑΣΟΚ ενσωμάτωσε τη δυναμική του φαινομένου σε θεσμοποιημένους φορείς και όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο Γ. Καραμπελιάς «. Η εργατική αυτονομία ενσωματώθηκε στο κράτος που εμφανίστηκε ως λύση»[30]. Επίσης χαρακτηριστικά τοποθετείται « μετά την αλλαγή της 18 του Οκτώβρη οι βιομηχανικοί εργάτες ξαναμπαίνουν σε κίνηση …. Σήμερα, η επιλογή του εργοστασιακού συνδικαλισμού δεν είναι μόνο αυθόρμητη μαζική επιλογή (όπως το 74), αλλά πολιτική επιλογή του ΠΑΣΟΚ, δηλ. του βασικού εκφραστή της εργατικής τάξης»[31].

Αλληλεγγύη και Ρεπερτόρια


Η τελευταία αυτή ενότητα πραγματεύεται την εκφορά της διεκδίκησης και της διάχυσής της στην κοινωνία. Η διεκδικητική δράση των εργοστασιακών σωματείων εντοπίζεται σε δύο χώρους: εντός εργοστασίου και εκτός. Ωστόσο, είτε επρόκειτο για απεργία ή στάση εργασίας, είτε επρόκειτο για υπαίθρια συγκέντρωση, το καινοτόμο στοιχείο του εργοστασιακού συνδικαλισμού είναι το κάλεσμα για αλληλεγγύη όχι μόνο σε όμορους κλάδους, αλλά και σε επίπεδο κοινωνίας. Πολύ συχνά συναντάμε είτε συναυλίες αλληλεγγύης είτε δράσης οικονομικής  ενίσχυσης, αλλά και επιτροπές αλληλεγγύης που συστήνονται είτε από τα εργοστασιακά σωματεία είτε από τον απλό κόσμο. Κορυφαίο γεγονός αλληλεγγύης αποτελεί η περίπτωση της υποστήριξης των κατοίκων στα Μαντεμοχώρια στη μεγάλη απεργία του 1977. Και εδώ κρίνεται μια διαφοροποίηση μεταξύ αστικού κέντρου και υπαίθρου. Στην ύπαιθρο η αλληλεγγύη σε εκφορές κινηματικών διεκδικήσεων ήταν αρκούντως διαφοροποιημένη σε σχέση με τα αστικά κέντρα. Ένας λόγος ενδεχομένως να είναι ότι οι κινητοποιήσεις και τα αιτήματα αφορούσαν και τους κατοίκους σε μεγάλο βαθμό, καθώς αυτοί αποτελούσαν σε κύριο λόγο τη μήτρα της εργατικής τάξης που συγκροτούσε το βιομηχανικό προλεταριάτο των μονάδων της περιοχής. Ένας άλλος λόγος θα μπορούσε να είναι η επικινδυνότητα που είχαν οι μονάδες αυτές για την ευρύτερη περιοχή λόγω των ελλείπων συνθηκών μέτρων ασφαλείας (ΕΘΥΛ, ΠΥΡΚΑΛ κ.ο.κ). Πάντως είτε σε αστικό κέντρο είτε σε επαρχία, τα εργοστασιακά σωματεία μεριμνούσαν στο να γνωστοποιηθεί ο αγώνας τους και να οικειοποιηθεί με την καλή έννοια, δηλαδή να γίνει κοινός αγώνας. Αυτό επετεύχθη με υπαίθριες διοργανώσεις που έχουν την καταβολή τους στην κινηματική δεκαετία  του ΄60[32]. Κύρια  μέριμνα  των εργοστασιακών σωματείων ήταν είναι να διαχέουν τις διεκδικήσεις τους έξω από το εργοστάσιο, τόσο για περιφρούρηση όσο και ως ένα κάλεσμα αλληλεγγύης που επιτείνονταν με πορείες.
Άλλος ένας τρόπος που γνώρισε ιδιαίτερη διάδοση στα εργοστασιακά σωματεία ήταν οι μπροσούρες, και οι προκηρύξεις (θάνατος Βασιλοπούλου 7/1980) που μοιράζονταν εντός και εκτός του εργοστασίου. Με αυτόν τον τρόπο γίνονταν γνωστές και οι συνθήκες που επικρατούσαν στο χώρο δουλειάς. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε μονάδες όπως η ΕΤΜΑ και η ΒΕΛΠΕΞ γίνονταν συστάσεις στους εργάτες περί διατήρησης της εχεμύθειας.
Άλλος τρόπος εξωτερίκευσης των αιτημάτων, περιεκτικός αλλά γεμάτος εννοιολογικών     νοηματοδοτήσεων,     ήταν     τα     συνθήματα.     Τα     συνθήματα λειτούργησαν από τα εργοστασιακά σωματεία «ως νομιμοποιητικοί παράγοντες της αδιαμεσολάβητης κοινωνικής παρέμβασης»[33]. Τα εργοστασιακά σωματεία έδωσαν πολλά από τα συνθήματα που ακούγονται ακόμα και σήμερα: στη National Can το ευρέως για την εποχή διαδεδομένο σύνθημα «ο λαός δεν ξεχνά οργανώνεται νικά» μετατράπηκε σε «η εργατιά δεν λυγά οργανώνεται νικά». Το σύνθημα που ακουγόταν και στο χώρο του εργοστασίου «δώστε τη χούντα στο λαό» στρέφονταν ξεκάθαρα κατά της δικτατορίας του εργοδότη. Φαίνεται από την έρευνα ότι στην ΜΕΛ και στην πορεία που πραγματοποίησε από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα πρωτοακούστηκε το σύνθημα «νόμος είναι το δίκιο του εργάτη». Συχνά στα συνθήματα υπήρχαν διεκδικήσεις που δεν αναφέρονταν ξεκάθαρα στη διατύπωση των επίσημων αιτημάτων προς την εργοδοσία, αλλά προέκυπταν σαν αιτήματα από τα κάτω «εργάτες ενωμένοι ποτέ νικημένοι», «Δεν είμαστε σκλάβοι του Μποδοσάκη», «πεινάμε αλλά δεν προσκυνάμε», «κάτω η νέα τρομοκρατία», κ.ο.κ.
 Εκτός από τα συνθήματα, έχει σημασία και η  εκφορά των χαρακτηρισμών των αντιπάλων στα διάφορα έγγραφα κείμενα (σε παραλληλία με τα όσα αναφέρθηκαν στην παραπάνω ενότητα για την οργάνωση των εργοστασιακών σωματείων). Δεν είναι τυχαίο που αυτήν την περίοδο συναντάμε τις φράσεις «αριστεροχουντισμός» από το κεφάλαιο και τους υπερασπιστές του για τις «εξτρεμιστικές» δράσεις των εργατών, ή το χαρακτηρισμό «προβοκάτσια» στα κείμενα του Κ.Κ.Ε. Θα μπορούσε κανείς να παραθέσει, το σχήμα του Alain Touraine, δηλαδή ότι οι εργάτες ανάλογα με χαρακτηριστικά της τάξης τους (επάγγελμα, συνθήκες) αναγνωρίζουν τους ταξικούς εχθρούς τους, και μέσω των κινητοποιήσεων μεταβαίνουν από την εργατική συνείδηση στην ταξική. Και σε πολλές περιπτώσεις ο «εχθρός» δεν είναι μόνο το κεφάλαιο και οι υποστηρικτές του, αλλά και αυτοί που χειρίζονται τον αγώνα (για παράδειγμα στην ΙΤΤ το 1975 που η επιτροπή υποχώρησε και τα αιτήματα οδηγήθηκαν στη διαιτησία).
Επίσης, τα εργοστασιακά σωματεία «επέβαλλαν» έναν καινοτόμο έλεγχο πάνω στην παραγωγή, ως μέσο συνδικαλιστικής διεκδίκησης. Πιο ειδικά, αυτό στηρίζεται στο ότι συχνά οι διεκδικήσεις είχαν τη μορφή των προσεχτικά μελετημένων στάσεων εργασίας   σε   κομβικά   σημεία   κλαδικά   αλλά   και   χρονικά   της   παραγωγής. Ενσυνείδητα, και με τη γνώση πλέον της γραμμής παραγωγής, επεδίωκαν τη συστηματική επιβράδυνση αυτής είτε με προαναγγελλόμενη στάση είτε αιφνιδίως. Αυτή η γνώση του βιομηχανικού προλεταριάτου δείχνει τη συνείδηση της εργατικής του δύναμης και πως μπορεί περιορίζοντάς τη να τη χρησιμοποιήσει ως διεκδικητικό όπλο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι διεκδικητές εργάτες της ΠΙΤΣΟΣ που με μείωση της παραγωγής οδήγησαν στην εξάντληση του στοκ, ή οι εργάτες της ΒΙΑΜΑΞ το 1979 όταν απείχαν από τα πριμ παραγωγικότητας και τις υπερωρίες, και άλλες παρόμοιες περιπτώσεις.

            Καταληκτικά
Συνοψίζοντας, να σταθούμε σε δύο σημεία: πρώτον, η κυριαρχία που ασκήθηκε πάνω σε αυτή τη διακριτή έκφανση του ελληνικού εργατικού κινήματος, ήταν εξαντλητική σε πόρους και δυναμική, γεγονός που οδήγησε στην ολοκλήρωση του συγκρουσιακού κύκλου των εργοστασιακών σωματείων. Ωστόσο, η εμπειρία του κινήματος, και μάλιστα με τα θεωρητικά εργαλεία της συγκρουσιακής πολιτικής, όπως αναφέρθηκαν παραπάνω, επιτρέπει να ενταχθεί η συζήτηση με όρους εμπειρίας που προσφέρεται για την περεταίρω ζύμωση πάνω στην πορεία και στο μέλλον του ελληνικού εργατικού κινήματος. Η ευθεία αντιπαράθεση με καθεστηκυίες μορφές και θεσμούς, και η προσωρινή έστω αμφισβήτηση των δομών εξουσίας από τα εργοστασιακά σωματεία είναι μια πολύτιμη εμπειρία που διαλύει το μύθο της ουτοπίας.




[1] Χ. Βερναρδάκης «Η ίδρυση, η Εξέλιξη και η Μετεξέλιξη του ΠΑΣΟΚ: Από το «κόμμα μαζών» στο κόμμα του κράτους», χ.τ., χ.χ.,

[2] Το ελληνικό συνδικαλιστικό κίνημα ήταν υπό τον έλεγχο ξένων κέντρων από τη δεκαετία του ΄50 ενώ ενδεικτική είναι η εμπλοκή τη Διεθνούς  Συνομοσπονδίας των Ελεύθερων Εργατικών Συνδικάτων στα εσωτερικά ζητήματα του κινήματος και στην εμπλοκή της σε όποιες προσπάθειες εξυγίανσης. Βλ.
Γ.Φ. Κουκουλές, Ελληνικά Συνδικάτα: Οικονομική Αυτοδυναμία και Εξάρτηση (1938-1984). Συμβολή στη διερεύνηση της υπόθεσης ανυπαρξίας ελληνικού συνδικαλιστικού κινήματος, Αθήνα, εκδ. Οδυσσέας, 1984.
[3] Γ. Κουζής, «Τα Βασικά Χαρακτηριστικά του Σύγχρονου Ελληνικού Συνδικαλιστικού Κινήματος», στο Εργασία και Πολιτική. Συνδικαλισμός και Οργάνωση Συμφερόντων στην Ελλάδα (1974-2004)¸ Πρακτικά 10ου Συνεδρίου Πάντειο Πανεπιστήμιο (5/2005), Αθήνα, εκδ. Ίδρυμα Σάκη Καράγιωργα, 2007, 323-342.
[4] Εδώ θα μπορούσε κανείς να εντάξει και τη συζήτηση σχετικά με τις διαφορές της Ελλάδας με το δυτικό καπιταλισμό.
[5]  Γ. Καραμπελιάς., Κράτος και Κοινωνία Στη Μεταπολίτευση (1974-1988), Αθήνα, εκδ. Εξάντας, 1989, 138.
[6] Σημειώνεται ότι η νομοθεσία που σαφέστατα έγερνε υπέρ της εργοδοσίας δεν είχε ως μόνο όπλο στη φαρέτρα της τον Ν.330/76. Τονίζεται ότι στο ίδιο πλαίσιο και λογική λειτούργησε ο Ν.643/77 που είχε τις ίδιες προβλέψεις για το δημόσιο. Επίσης, στο ίδιο πλαίσιο χρησιμοποιήθηκαν το ιδιώνυμο (3/8/76), το νομοσχέδιο «περί κατάστασης πολιορκίας» (19/3/1977), ο Ν.774 «περί καταστολής της τρομοκρατίας  και  προστασίας  του  Δημοκρατικού  Πολιτεύματος»,  ακόμα  και  ο  Ν.  4000  περί τεντιμποϊσμού που χρησιμοποιήθηκε εναντίον αγροτών σε δίκη τον Μάιο 1979!
[7] Τ. Γιαννίτσης, Η Ελληνική Βιομηχανία Ανάπτυξη και Κρίση, Αθήνα, εκδ. Gutenberg, 31988, 357.
[8] Το 1955 δημιουργείται το Δημοκρατικό Συνδικαλιστικό Κίνημα από τη συσπείρωση αριστερών δυνάμεων. Τον Φεβρουάριου του 1962 σχηματίζονται οι 115 Σ.Ε.Ο. (Συνεργαζόμενες Εργατοϋπαλληλικές Οργανώσεις) από κεντρώες συνδικαλιστικές δυνάμεις με δυναμικές διεκδικήσεις και αιτήματα προς τον εκδημοκρατισμό του κινήματος. Στις «115» προστίθενται και άλλες δυνάμεις που έφτασαν προδικτατορικά τον αριθμό των 682. Σ. Ι. Σεφεριάδης, «Διεκδικητικό κίνημα και πολιτική: ο ελληνικός συνδικαλισμός πριν από τη δικτατορία 1962-1967)», Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης, τχ. 12, (Νοέμβριος 1998), Αθήνα, εκδ. Θεμέλιο, 5-34.
[9] Ήδη από τον Αύγουστο του 1967 ιδρύθηκε το Α.Ε.Μ. ντιδικτατορικό Εργατικό Μέτωπο) από το ενιαίο ακόμα Κ.Κ.Ε. που μετά τη διάσπαση του ’68, σχηματίστηκε και η δεύτερη παράνομη εργατική οργάνωση η Ε.Σ.Α.Κ. (Ενωμένη Συνδικαλιστική Αντιδικτατορική Κίνηση), ενώ υπήρχε και το Δημοκρατικό Εργατικό Κίνημα Ελλάδας (ΔΕΚΕ) προσκείμενο στο κέντρο.
[10] Σημειώνεται ότι κατά τη δικτατορία αποτελούσε εντελώς «κίτρινο» σωματείο δηλαδή πλήρως ελεγχόμενο από την εργοδοσία του Μποδοσάκη. Βλ. Α. Σταυροπούλου, Η Μεγάλη Απεργία του 1977 στα μεταλλεία του Μαντέμ Λάκκο και της Ολυμπιάδας, Αθήνα, Εναλλακτικές εκδ., 2003, 5
[11] Για  μια ανάλυση  σχετικά  με την προσέγγιση  και συμβολή  της συγκρουσιακής  πολιτικής  στη θεωρία της πολιτικής κοινωνιολογίας βλ. Σ. Ι. Σεφεριάδης «Η «θετική ευρετική» της συγκρουσιακής πολιτικής και οι καταβολές της», στο Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης, τχ 35, ούλιος 2010), Αθήνα, εκδ. Θεμέλιο
[12] Σ. Ι. Σεφεριάδης, «Ο Άδηλος Ρόλος των Συλλογικών Δράσεων στην Ελληνική Καθεστωτική Αλλαγή (1974), Προκαταρκτικές Σκέψεις για το Πολυτεχνείο», Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης, Αθήνα, τχ. 36, 12/2010,
[13] Τη σημασία της  απόδοσης  ευκαιριών  /  απειλών  όπως  επισημαίνει  ο  Σ.  Ι.  Σεφεριάδης  στο «Συγκρουσιακή πολιτική, συλλογική δράση, κοινωνικά κινήματα: μια αποτύπωση», στο Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης, τχ. 27, άιος 2006), Αθήνα, εκδ. Θεμέλιο.
[14] Γ. Βούλγαρης, Η Ελλάδα της Μεταπολίτευσης 1974-1990, Αθήνα, εκδ. Θεμέλιο, 2001, 19.
[15] Η απεργία ήταν διάρκειας ενός μήνα με κύρια αιτήματα τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας αλλά και τη σύσταση ενιαίου ταμείου υπαλλήλων, καθώς και το ζήτημα των αμοιβών. Η εργοδοσία μπροστά στο ενιαίο μέτωπο των εργαζομένων υποχώρησε στα αιτήματα.Μ. Λέτσα, Εργατικοί Αγώνες στην Περίοδο της Δικτατορίας, Αθήνα, εκδ. Αφων Τολίδη Ο.Ε., χ.χ., 39-40.
[16] Το δίπολο αυτό που ονοματίζουν ως «απειλή καταστολής έναντι τρέχουσας απειλής» αναδεικνύεται στη βιβλιογραφία από τους  J. Goldstone και C. Tilly«Threat (and Opportunity, Popular Action and State Response in the Dynamics of Contentious Action», Silence and Voice in the Study of Contentious Politics, Cambridge, Cambridge University Press, 2001 και αναδεικνύεται συγκριτικά από τον Σ. Ι. Σεφεριάδη στο «Συγκρουσιακή πολιτική, συλλογική δράση, κοινωνικά κινήματα», ό.
[17] Σεφεριάδης, ό.π.
[18] Ν. Μανίκας, Μ. Χαραλαμπίδης, Για Ένα Νέο Συνδικαλιστικό Κίνημα, Τετράδια Συμβουλίων 1, Αθήνα, εκδ. ΑΛΕΤΡΙ, 1984
[19] Χ. Ιωάννου, Μισθωτή Απασχόληση και Συνδικαλισμός στην Ελλάδα, Αθήνα, Ίδρυμα Μεσογειακών Μελετών, 1989Χ. Ιωάννου, Μισθωτή Απασχόληση και Συνδικαλισμός, 65.

[20] Για το μέγεθος και τη συμπεριφορά των ομάδων σε επίπεδο συλλογικής κινητοποίησης βλ. ενδεικτικά M. Olson, H Λογική της Συλλογικής Δράσης. Δημόσια αγαθά και η θεωρία των ομάδων, Η. Κατσούλης (επιμ.), Δ. Γράβαρης (μτφρ.), Αθήνα, εκδ. Παπαζήση, 1991

[21] Παρατίθεται στον S. Tarrow, Power in Movement Social Movements and Contentious Politics, ό.π.. 123, η μετάφραση αποδίδεται στον Σ. I. Σεφεριάδη.
[22] Ο Λάσκαρης καλλιέργησε το 1975 μια σύμπραξη των δημοκρατικών συνδικαλιστικών παρατάξεων με κύριο στόχο την απομόνωση της ΕΣΑΚ. Η Ανεξάρτητη Συνδικαλιστική Δημοκρατική Συνεργασία, ήταν  μια  αποτυχημένη  απόπειρα  της  ηγεσίας  της  Γ.Σ.Ε.Ε.  να  συγκεντρώσει  τις  αντιδικτατορικές δυνάμεις και να παρουσιάσει ένα ενιαίο εκλογικό  μέτωπο, αλλά και να απομονώσει την ΕΣΑΚ. Ωστόσο το εγχείρημα βρήκε αντίθετες τις αντιπολιτευτικές δυνάμεις της ΠΑΣΚΕ και της ΕΣΑΚ-Σ γιατί με αυτόν τον τρόπο θα αποδέχονταν την ηγεμονία της φίλα κυβερνητικής παράταξης στην Γ.Σ.Ε.Ε.. Μόνο  το  ΑΕΜ  είχε    βραχεία  συμμετοχή  που  γρήγορα  εξαναγκάστηκε  να  αποχωρήσει  από  τον συνασπισμό ενώ δέχτηκε δριμεία κριτική για αυτήν την επιλογή.
[23] 60 Χρόνια Αγώνων και Θυσιών, Χρονικό του Κ.Κ.Ε., τόμος β (1945-1978), Αθήνα, έκδοση της Κ.Ε. του Κ.Κ.Ε. Σύγχρονη Εποχή, 1979, 451
[24] Τ. Καναβάρος, «Σημειώσεις για τη στάση της Αριστεράς απέναντι στο εργατικό κίνημα (1974- 1981, περ. Θέσεις, τχ. 2, ανουάριος Μάρτιος 1983), χ.
[25] Τ. Καναβάρος, ό.π., αλλά και Αντιπληροφόρηση, τχ. 14, (Μάης 1977), στο Αντιπληροφόρηση, τόμος II, Αθήνα, εκδ. Γραφές, 2003.
[26] Τ. Καναβάρος, ό.π.,
[27]Ριζοσπάστης, 21-10-1979
[28] Μηνιαίο Ενημερωτικό Δελτίο, 3-4, (Απρίλιος 1977), εκδ. ΚΕΜΕΔΙΑ, ΠΑΣΟΚ, 33
[29] Το Εργοστασιακό Κίνημα. Αφιέρωμα στα 5 Χρόνια Δράσης της ΟΒΕΣ 1979-1984», ΟΒΕΣ, Αθήνα 1984, 4. Σ
[30] Γ. Καραμπελιάς, Κράτος και Κοινωνία Στη Μεταπολίτευση ό.π., 29
[31] Ν. Μανίκας, Για Ένα Νέο Συνδικαλιστικό Κίνημα, ό.π., 12
[32] Σ. Ι. Σεφεριάδης, «Συλλογικές δράσεις, κινηματικές πρακτικές…», ό.π., 67
[33] ό.π., 65